incendio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | incendio | incendioj |
αιτιατική | incendion | incendiojn |
incendio (eo)
- η πυρκαγιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | incendio | incendioj |
αιτιατική | incendion | incendiojn |
incendio (eo)