μοτοποδήλατο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μοτοποδήλατο | τα | μοτοποδήλατα |
γενική | του | μοτοποδήλατου & μοτοποδηλάτου |
των | μοτοποδήλατων & μοτοποδηλάτων |
αιτιατική | το | μοτοποδήλατο | τα | μοτοποδήλατα |
κλητική | μοτοποδήλατο | μοτοποδήλατα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία
επεξεργασία
- μοτοποδήλατο < μοτό + ποδήλατο μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική motor bicylce
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοτοποδήλατο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών)
- δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα με πετάλια
- ποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα
- μηχανάκι χαμηλού κυβισμού με ποδηλατικά πετάλια
- δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα με πετάλια
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοτοποδήλατο