σκούτερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκούτερ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκούτερ ουδέτερο άκλιτο
- δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα που έχει, αντί για μπροστινούς μασπιέδες, έναν ιδιαίτερο χώρο για τα πόδια του οδηγού