σελάς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σελάς | οι | σελάδες |
γενική | του | σελά | των | σελάδων |
αιτιατική | τον | σελά | τους | σελάδες |
κλητική | σελά | σελάδες | ||
όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σελάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο) αυτός που κατασκευάζει σέλες
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σελάς
|