↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σελοποιός οι σελοποιοί
      γενική του σελοποιού των σελοποιών
    αιτιατική τον σελοποιό τους σελοποιούς
     κλητική σελοποιέ σελοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σελοποιός < σέλα[1] + -ο- + -ποιός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.lo.piˈos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σελοποιός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία