σελοποιία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /se.lo.piˈi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σελοποιία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σέλλα (κάθισμα) < λατινικά sella < sedeo < πρωτοϊταλική *sedēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sed- (κάθομαι)