• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σελοποιία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σελοποιία οι σελοποιίες
      γενική της σελοποιίας των σελοποιιών
    αιτιατική τη σελοποιία τις σελοποιίες
     κλητική σελοποιία σελοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σελοποιία < σέλα[1] + -ο- + -ποιία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.lo.piˈi.a/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σελοποιία θηλυκό

  • η τέχνη του σελοποιού

Συγγενικά

επεξεργασία
  • σελοποιός
  • → δείτε τις λέξεις σέλα και ποιώ

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • σαγματοποιία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σελοποιία
  • αγγλικά : saddlery (en)
  1. ↑ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σέλλα (κάθισμα) < λατινικά sella < sedeo < πρωτοϊταλική *sedēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sed- (κάθομαι)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σελοποιία&oldid=5512284"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 12:32

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 12:32.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας