σέλλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σέλλα | οι | σέλλες |
γενική | της | σέλλας | των | σελλών |
αιτιατική | τη | σέλλα | τις | σέλλες |
κλητική | σέλλα | σέλλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈse.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σέλ‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασέλλα θηλυκό
- παρωχημένη γραφή του σέλα