Δείτε επίσης: σέλλα, σελλά, Σελλά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈse.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σέλ‐λα

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σέλλα < μεταγραφή για την ιταλική Sella (επώνυμο) ή Sella (τοπωνύμιο), → δείτε και τη λέξη sella

  Μεταγραφή επεξεργασία

Σέλλα

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) (αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο)
  2. ονόματα διαφόρων τοποθεσιών της Ιταλίας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Sella στην ιταλική Βικιπαίδεια   (σελίδα αποσαφήνισης)