Σελλά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /seˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σελ‐λά
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Σελλά < σλαβικής προέλευσης *sela (χωριά)[1]
Κύριο όνομα επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σελλά | ||
γενική | των | Σελλών | ||
αιτιατική | τα | Σελλά | ||
κλητική | Σελλά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Σελλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Σελλά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Σελλά < γενική ενικού του αρσενικού Σελλάς
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σελλά θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- Σελλά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Σελλά αρσενικό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ζαροδήμος, Γιώργος (2020). Τοπωνυμικά Ευρυτανίας: Τα οικωνύμια του Δήμου Καρπενησίου. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 22. https://www.academia.edu/45022075/Τοπωνυμικά_Ευρυτανίας.