Δείτε επίσης: Σελλοί, Σελλί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σελλί τα σελλιά
      γενική του σελλιού των σελλιών
    αιτιατική το σελλί τα σελλιά
     κλητική σελλί σελλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα σελλί.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σελλί < σέλλα + < ελληνιστική κοινή σέλλα (κάθισμα) < λατινική sella < sedeo < πρωτοϊταλική *sedēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sed- (κάθομαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /seˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σελ‐λί
ομόηχο: Σελλοί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σελλί ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πολίτης, Νικόλαος, Λαογραφικά σύμμεικτα (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεώνη, 1931), σσ. 216-217