ενικός         πληθυντικός  
selle selles

Ετυμολογία

επεξεργασία
selle < λατινική sella (κάθισμα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

selle (fr) θηλυκό



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία