ενικός         πληθυντικός  
selle selles

  Ετυμολογία

επεξεργασία
selle < λατινική sella (κάθισμα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

selle (fr) θηλυκό



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

selle (it) θηλυκό