selle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
selle | selles |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαselle (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαselle (it) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
selle | selles |
selle (fr) θηλυκό
selle (it) θηλυκό