Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφίππιο τα εφίππια
      γενική του εφιππίου
εφίππιου
των εφιππίων
    αιτιατική το εφίππιο τα εφίππια
     κλητική εφίππιο εφίππια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφίππιο < ελληνιστική κοινή ἐφίππιον (αρχαία σημασία: πανί της σέλας)[1] < αρχαία ελληνική ἐφίππιος < → δείτε τη λέξη ἵππος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εφίππιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία