Διάσελο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Διάσελο | τα | Διάσελα |
γενική | του | Διάσελου | των | Διάσελων |
αιτιατική | το | Διάσελο | τα | Διάσελα |
κλητική | Διάσελο | Διάσελα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Διάσελο < διάσελο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.se.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Διά‐σε‐λο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Διάσελο ουδέτερο