ζυγοστάθμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζυγοστάθμιση | οι | ζυγοσταθμίσεις |
γενική | της | ζυγοστάθμισης | των | ζυγοσταθμίσεων |
αιτιατική | τη | ζυγοστάθμιση | τις | ζυγοσταθμίσεις |
κλητική | ζυγοστάθμιση | ζυγοσταθμίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζυγοστάθμιση < { ζυγοσταθμί(ζω) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζυγοστάθμιση θηλυκό (τεχνολογία)
- η διαδικασία με την οποία ελέγχεται και επιτυγχάνεται η συμμετρική κατανομή του βάρους σε ένα περιστρεφόμενο σύστημα, ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή και χωρίς κραδασμούς κίνησή του
- η ζυγοστάθμιση των τροχών του αυτοκινήτου είναι απαραίτητη μετά από κάθε αλλαγή ελαστικών
- (σε πλοία) η διαδικασία με την οποία ελέγχεται και επιτυγχάνεται η συμμετρική κατανομή του φορτίου, ώστε το πλοίο να βυθίζεται εξίσου στην πρύμνη και την πλώρη καθώς και στη δεξιά και αριστερή πλευρά του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ζυγοσταθμίζω, ζυγός και σταθμά