ζυγοσταθμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zi.ɣo.staˈθmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γο‐σταθ‐μί‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : ζυ‐γο‐στα‐θμί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαζυγοσταθμίζω, αόρ.: ζυγοστάθμισα, παθ.φωνή: ζυγοσταθμίζομαι, π.αόρ.: ζυγοσταθμίστηκα, μτχ.π.π.: ζυγοσταθμισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- αζυγοστάθμιστος
- ζυγοστάθμιση
- ζυγοσταθμισμένος
- → και δείτε τις λέξεις ζυγός και σταθμά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζυγοσταθμίζω | ζυγοστάθμιζα | θα ζυγοσταθμίζω | να ζυγοσταθμίζω | ζυγοσταθμίζοντας | |
β' ενικ. | ζυγοσταθμίζεις | ζυγοστάθμιζες | θα ζυγοσταθμίζεις | να ζυγοσταθμίζεις | ζυγοστάθμιζε | |
γ' ενικ. | ζυγοσταθμίζει | ζυγοστάθμιζε | θα ζυγοσταθμίζει | να ζυγοσταθμίζει | ||
α' πληθ. | ζυγοσταθμίζουμε | ζυγοσταθμίζαμε | θα ζυγοσταθμίζουμε | να ζυγοσταθμίζουμε | ||
β' πληθ. | ζυγοσταθμίζετε | ζυγοσταθμίζατε | θα ζυγοσταθμίζετε | να ζυγοσταθμίζετε | ζυγοσταθμίζετε | |
γ' πληθ. | ζυγοσταθμίζουν(ε) | ζυγοστάθμιζαν ζυγοσταθμίζαν(ε) |
θα ζυγοσταθμίζουν(ε) | να ζυγοσταθμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζυγοστάθμισα | θα ζυγοσταθμίσω | να ζυγοσταθμίσω | ζυγοσταθμίσει | ||
β' ενικ. | ζυγοστάθμισες | θα ζυγοσταθμίσεις | να ζυγοσταθμίσεις | ζυγοστάθμισε | ||
γ' ενικ. | ζυγοστάθμισε | θα ζυγοσταθμίσει | να ζυγοσταθμίσει | |||
α' πληθ. | ζυγοσταθμίσαμε | θα ζυγοσταθμίσουμε | να ζυγοσταθμίσουμε | |||
β' πληθ. | ζυγοσταθμίσατε | θα ζυγοσταθμίσετε | να ζυγοσταθμίσετε | ζυγοσταθμίστε | ||
γ' πληθ. | ζυγοστάθμισαν ζυγοσταθμίσαν(ε) |
θα ζυγοσταθμίσουν(ε) | να ζυγοσταθμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζυγοσταθμίσει | είχα ζυγοσταθμίσει | θα έχω ζυγοσταθμίσει | να έχω ζυγοσταθμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζυγοσταθμίσει | είχες ζυγοσταθμίσει | θα έχεις ζυγοσταθμίσει | να έχεις ζυγοσταθμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζυγοσταθμίσει | είχε ζυγοσταθμίσει | θα έχει ζυγοσταθμίσει | να έχει ζυγοσταθμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζυγοσταθμίσει | είχαμε ζυγοσταθμίσει | θα έχουμε ζυγοσταθμίσει | να έχουμε ζυγοσταθμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζυγοσταθμίσει | είχατε ζυγοσταθμίσει | θα έχετε ζυγοσταθμίσει | να έχετε ζυγοσταθμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζυγοσταθμίσει | είχαν ζυγοσταθμίσει | θα έχουν ζυγοσταθμίσει | να έχουν ζυγοσταθμίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζυγοσταθμίζομαι | ζυγοσταθμιζόμουν(α) | θα ζυγοσταθμίζομαι | να ζυγοσταθμίζομαι | ||
β' ενικ. | ζυγοσταθμίζεσαι | ζυγοσταθμιζόσουν(α) | θα ζυγοσταθμίζεσαι | να ζυγοσταθμίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ζυγοσταθμίζεται | ζυγοσταθμιζόταν(ε) | θα ζυγοσταθμίζεται | να ζυγοσταθμίζεται | ||
α' πληθ. | ζυγοσταθμιζόμαστε | ζυγοσταθμιζόμαστε ζυγοσταθμιζόμασταν |
θα ζυγοσταθμιζόμαστε | να ζυγοσταθμιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ζυγοσταθμίζεστε | ζυγοσταθμιζόσαστε ζυγοσταθμιζόσασταν |
θα ζυγοσταθμίζεστε | να ζυγοσταθμίζεστε | (ζυγοσταθμίζεστε) | |
γ' πληθ. | ζυγοσταθμίζονται | ζυγοσταθμίζονταν ζυγοσταθμιζόντουσαν |
θα ζυγοσταθμίζονται | να ζυγοσταθμίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζυγοσταθμίστηκα | θα ζυγοσταθμιστώ | να ζυγοσταθμιστώ | ζυγοσταθμιστεί | ||
β' ενικ. | ζυγοσταθμίστηκες | θα ζυγοσταθμιστείς | να ζυγοσταθμιστείς | ζυγοσταθμίσου | ||
γ' ενικ. | ζυγοσταθμίστηκε | θα ζυγοσταθμιστεί | να ζυγοσταθμιστεί | |||
α' πληθ. | ζυγοσταθμιστήκαμε | θα ζυγοσταθμιστούμε | να ζυγοσταθμιστούμε | |||
β' πληθ. | ζυγοσταθμιστήκατε | θα ζυγοσταθμιστείτε | να ζυγοσταθμιστείτε | ζυγοσταθμιστείτε | ||
γ' πληθ. | ζυγοσταθμίστηκαν ζυγοσταθμιστήκαν(ε) |
θα ζυγοσταθμιστούν(ε) | να ζυγοσταθμιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ζυγοσταθμιστεί | είχα ζυγοσταθμιστεί | θα έχω ζυγοσταθμιστεί | να έχω ζυγοσταθμιστεί | ζυγοσταθμισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ζυγοσταθμιστεί | είχες ζυγοσταθμιστεί | θα έχεις ζυγοσταθμιστεί | να έχεις ζυγοσταθμιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ζυγοσταθμιστεί | είχε ζυγοσταθμιστεί | θα έχει ζυγοσταθμιστεί | να έχει ζυγοσταθμιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ζυγοσταθμιστεί | είχαμε ζυγοσταθμιστεί | θα έχουμε ζυγοσταθμιστεί | να έχουμε ζυγοσταθμιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ζυγοσταθμιστεί | είχατε ζυγοσταθμιστεί | θα έχετε ζυγοσταθμιστεί | να έχετε ζυγοσταθμιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ζυγοσταθμιστεί | είχαν ζυγοσταθμιστεί | θα έχουν ζυγοσταθμιστεί | να έχουν ζυγοσταθμιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ζυγοσταθμισμένος - είμαστε, είστε, είναι ζυγοσταθμισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ζυγοσταθμισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ζυγοσταθμισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ζυγοσταθμισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ζυγοσταθμισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ζυγοσταθμισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ζυγοσταθμισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ ζυγοσταθμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας