Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζυγοσταθμισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζυγοσταθμισμέν
ος
η
ζυγοσταθμισμέν
η
το
ζυγοσταθμισμέν
ο
γενική
του
ζυγοσταθμισμέν
ου
της
ζυγοσταθμισμέν
ης
του
ζυγοσταθμισμέν
ου
αιτιατική
τον
ζυγοσταθμισμέν
ο
τη
ζυγοσταθμισμέν
η
το
ζυγοσταθμισμέν
ο
κλητική
ζυγοσταθμισμέν
ε
ζυγοσταθμισμέν
η
ζυγοσταθμισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζυγοσταθμισμέν
οι
οι
ζυγοσταθμισμέν
ες
τα
ζυγοσταθμισμέν
α
γενική
των
ζυγοσταθμισμέν
ων
των
ζυγοσταθμισμέν
ων
των
ζυγοσταθμισμέν
ων
αιτιατική
τους
ζυγοσταθμισμέν
ους
τις
ζυγοσταθμισμέν
ες
τα
ζυγοσταθμισμέν
α
κλητική
ζυγοσταθμισμέν
οι
ζυγοσταθμισμέν
ες
ζυγοσταθμισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζυγοσταθμισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ζυγοσταθμίζω
Μετοχή
επεξεργασία
ζυγοσταθμισμένος, -η, -ο
που του έχει γίνει
ζυγοστάθμιση
Αντώνυμα
επεξεργασία
αζυγοστάθμιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζυγοσταθμισμένος
αγγλικά
:
balanced
(en)
γαλλικά
:
équilibré
(fr)