αζυγοστάθμιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αζυγοστάθμιστος < α- + ζυγοσταθμίζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααζυγοστάθμιστος
- που δεν του έχει γίνει ζυγοστάθμιση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αζυγοστάθμιστος