Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αζυγοστάθμιστος η αζυγοστάθμιστη το αζυγοστάθμιστο
      γενική του αζυγοστάθμιστου της αζυγοστάθμιστης του αζυγοστάθμιστου
    αιτιατική τον αζυγοστάθμιστο την αζυγοστάθμιστη το αζυγοστάθμιστο
     κλητική αζυγοστάθμιστε αζυγοστάθμιστη αζυγοστάθμιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αζυγοστάθμιστοι οι αζυγοστάθμιστες τα αζυγοστάθμιστα
      γενική των αζυγοστάθμιστων των αζυγοστάθμιστων των αζυγοστάθμιστων
    αιτιατική τους αζυγοστάθμιστους τις αζυγοστάθμιστες τα αζυγοστάθμιστα
     κλητική αζυγοστάθμιστοι αζυγοστάθμιστες αζυγοστάθμιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αζυγοστάθμιστος < α- + ζυγοσταθμίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αζυγοστάθμιστος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία