ζυγοσταθμίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαζυγοσταθμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζυγοσταθμίζω
- θα ζυγοσταθμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζυγοσταθμίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαζυγοσταθμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζυγοστάθμιση