δυναμογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυναμογόνος (κλασικό σύνθετο) < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dynamogène. Μορφολογικά αναλύεται σε δυναμο- + -γόνος[1][2] → δείτε τα αρχαία δύναμις, γόνος και γένος
Επίθετο
επεξεργασίαδυναμογόνος, -ος/-α, -ο
- που παράγει δύναμη
- ※ Το μάθημα των Θρησκευτικών θεωρείται σημαντικό εάν λάβουμε υπόψη ότι η διδασκαλία για τα ορθόδοξα χριστιανικά δόγματα και την εξαποκαλύψεως αλήθεια είχε ισχύ ακόμη από την προεπαναστατική περίοδο, καθώς καταλάμβανε σημαντικό τμήμα στη στοιχειώδη εκπαίδευση των Ελλήνων, αλλά αποτέλεσε και δυναμογόνο παράγοντα στην αντίσταση κατά του τουρκικού ζυγού.
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυναμογόνος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δυναμογόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ δυναμογόνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)