↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυναμογόνος η δυναμογόνος
δυναμογόνα
το δυναμογόνο
      γενική του δυναμογόνου της δυναμογόνου
δυναμογόνας
του δυναμογόνου
    αιτιατική τον δυναμογόνο τη δυναμογόνο
δυναμογόνα
το δυναμογόνο
     κλητική δυναμογόνε δυναμογόνε
δυναμογόνα
δυναμογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυναμογόνοι οι δυναμογόνοι
δυναμογόνες
τα δυναμογόνα
      γενική των δυναμογόνων των δυναμογόνων των δυναμογόνων
    αιτιατική τους δυναμογόνους τις δυναμογόνους
δυναμογόνες
τα δυναμογόνα
     κλητική δυναμογόνοι δυναμογόνοι
δυναμογόνες
δυναμογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυναμογόνος (κλασικό σύνθετο) < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dynamogène. Μορφολογικά αναλύεται σε δυναμο- + -γόνος[1][2] → δείτε τα αρχαία δύναμις, γόνος και γένος

  Επίθετο

επεξεργασία

δυναμογόνος, -ος/-α, -ο

  • που παράγει δύναμη
    ※  Το μάθημα των Θρησκευτικών θεωρείται σημαντικό εάν λάβουμε υπόψη ότι η διδασκαλία για τα ορθόδοξα χριστιανικά δόγματα και την εξαποκαλύψεως αλήθεια είχε ισχύ ακόμη από την προεπαναστατική περίοδο, καθώς καταλάμβανε σημαντικό τμήμα στη στοιχειώδη εκπαίδευση των Ελλήνων, αλλά αποτέλεσε και δυναμογόνο παράγοντα στην αντίσταση κατά του τουρκικού ζυγού.
    Φανή Αργυροπούλου, Τα σχολικά βιβλία των θρησκευτικών της Ε΄τάξης του δημοτικού σχολείου από το 1992 έως το 2007. Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση., ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2013 [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. δυναμογόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. δυναμογόνοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)