Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυροβάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πυροβάτ
ης
οι
πυροβάτ
ες
γενική
του
πυροβάτ
η
των
πυροβατ
ών
αιτιατική
τον
πυροβάτ
η
τους
πυροβάτ
ες
κλητική
πυροβάτ
η
πυροβάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυροβάτης
<
πυρο-
+
-βάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυροβάτης
αρσενικό
(
θηλυκό
:
πυροβάτισσα
)
(
λαογραφία
) (
θρησκεία
) αυτός που περπατάει πάνω σε αναμμένα
κάρβουνα
Συνώνυμα
επεξεργασία
αναστενάρης
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πυροβασία
,
πυρ
και
βαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυροβάτης
αγγλικά
:
fire
walker
(en)