πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυριφλεγής η πυριφλεγής το πυριφλεγές
      γενική του πυριφλεγούς* της πυριφλεγούς του πυριφλεγούς
    αιτιατική τον πυριφλεγή την πυριφλεγή το πυριφλεγές
     κλητική πυριφλεγή(ς) πυριφλεγής πυριφλεγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυριφλεγείς οι πυριφλεγείς τα πυριφλεγή
      γενική των πυριφλεγών των πυριφλεγών των πυριφλεγών
    αιτιατική τους πυριφλεγείς τις πυριφλεγείς τα πυριφλεγή
     κλητική πυριφλεγείς πυριφλεγείς πυριφλεγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

πυριφλεγής

  1. (λόγιο, κυριολεκτικά) που φλέγεται (έντονα)
    άλλες μορφές: φλεγόμενος
  2. (λόγιο, μεταφορικά) (για πρόσωπα) που ενεργεί με φλόγα, με ορμή, με ζέση
  3. (λόγιο, μεταφορικά) (για συναισθήματα κ.λπ.) θερμός, σφοδρός, έντονος
    άλλες μορφές: φλογερός

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πυριφλεγής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πυριφλεγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.