πυριφλεγώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυριφλεγώς < πυριφλεγής + -ώς < αρχαία ελληνική πυριφλεγής[1] [2] < πῦρ + φλέγω
Επίρρημα επεξεργασία
πυριφλεγώς
- (λόγιο, κυριολεκτικά, μεταφορικά) με πυριφλεγή τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πυριφλεγής, πυρ και φλέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυριφλεγώς
|
Πηγές επεξεργασία
- πυριφλεγώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ πυριφλεγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ πυριφλεγής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)