επί μέρους
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
επί μέρους < επί + μέρους, γενική του ουσιαστικού μέρος
ΈκφρασηΕπεξεργασία
επί μέρους
- για κάθε πράγμα ή πρόσωπο ενός συνόλου από ξεχωριστή οπτική γωνία, χωριστό από τα άλλα
- θα εξετάσουμε τα επί μέρους προβλήματα ένα ένα
- για κάτι που γίνεται απομονωμένα
- το σημαντικότερο στοιχείο του συνεδρίου δεν είναι οι ομιλίες αλλά οι επί μέρους επαφές
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επί μέρους