Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυροπροστασία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πυροπροστασί
α
οι
πυροπροστασί
ες
γενική
της
πυροπροστασί
ας
των
πυροπροστασι
ών
αιτιατική
την
πυροπροστασί
α
τις
πυροπροστασί
ες
κλητική
πυροπροστασί
α
πυροπροστασί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυροπροστασία
<
πυρο-
+
προστασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυροπροστασία
θηλυκό
η
προστασία
από τη
φωτιά
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
ενεργητική πυροπροστασία
παθητική πυροπροστασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυροπροστασία
αγγλικά
:
fire protection
(en)