Δείτε επίσης: παπυρογραφία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρογραφία οι πυρογραφίες
      γενική της πυρογραφίας των πυρογραφιών
    αιτιατική την πυρογραφία τις πυρογραφίες
     κλητική πυρογραφία πυρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρογραφία < πυρο- + -γραφία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrogravure ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyrography)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυρογραφία θηλυκό

  1. (τέχνη) τεχνική χάραξης σχεδίων σε επιφάνειες με χρήση πυρακτωμένης ακίδας
  2. (κατ’ επέκταση) το καλλιτέχνημα που δημιουργήθηκε με την παραπάνω τεχνική

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία