Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρογραφία οι πυρογραφίες
      γενική της πυρογραφίας των πυρογραφιών
    αιτιατική την πυρογραφία τις πυρογραφίες
     κλητική πυρογραφία πυρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρογραφία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρογραφία θηλυκό

  • τεχνική χάραξης σχεδίων σε επιφάνειες με χρήση πυρακτωμένης ακίδας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία