πυρογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrographique < αρχαία ελληνική πῦρ + γράφω
Επίθετο
επεξεργασίαπυρογραφικός
- που έχει σχέση με την πυρογραφία ή τον πυρογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πυρογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρογραφικός