↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρογραφικός η πυρογραφική το πυρογραφικό
      γενική του πυρογραφικού της πυρογραφικής του πυρογραφικού
    αιτιατική τον πυρογραφικό την πυρογραφική το πυρογραφικό
     κλητική πυρογραφικέ πυρογραφική πυρογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρογραφικοί οι πυρογραφικές τα πυρογραφικά
      γενική των πυρογραφικών των πυρογραφικών των πυρογραφικών
    αιτιατική τους πυρογραφικούς τις πυρογραφικές τα πυρογραφικά
     κλητική πυρογραφικοί πυρογραφικές πυρογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrographique < αρχαία ελληνική πῦρ + γράφω

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρογραφικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία