→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρσεύω < πυρσός

πυρσεύω

  1. ανάβω πυρσούς
  2. μεταδίδω μηνύματα ανάβοντας συνθηματικά πυρσούς
  3. πυρπολώ
  4. κάνω κάτι να λάμπει σαν πυρσός