πυρόλυση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυρόλυση | οι | πυρολύσεις |
γενική | της | πυρόλυσης | των | πυρολύσεων |
αιτιατική | την | πυρόλυση | τις | πυρολύσεις |
κλητική | πυρόλυση | πυρολύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού (πυρολύσεως) δεν συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πυρόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική pyrolysis < αρχαία ελληνική πῦρ (πυρό-) + λύσις (λύω).[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πυρόλυση θηλυκό
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- πυρόλυση στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «πυρόλυση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.