πυρολυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
πυρολυτικός, -ή, -ό
- (χημεία) ο σχετικός με πυρόλυση
- ⮡ πυρολυτικός κλίβανος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυρολυτικός
|