Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυρολυτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυρολυτικ
ός
η
πυρολυτικ
ή
το
πυρολυτικ
ό
γενική
του
πυρολυτικ
ού
της
πυρολυτικ
ής
του
πυρολυτικ
ού
αιτιατική
τον
πυρολυτικ
ό
την
πυρολυτικ
ή
το
πυρολυτικ
ό
κλητική
πυρολυτικ
έ
πυρολυτικ
ή
πυρολυτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυρολυτικ
οί
οι
πυρολυτικ
ές
τα
πυρολυτικ
ά
γενική
των
πυρολυτικ
ών
των
πυρολυτικ
ών
των
πυρολυτικ
ών
αιτιατική
τους
πυρολυτικ
ούς
τις
πυρολυτικ
ές
τα
πυρολυτικ
ά
κλητική
πυρολυτικ
οί
πυρολυτικ
ές
πυρολυτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυρολυτικός
<
πυρόλυση
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πυρολυτικός, -ή, -ό
(
χημεία
) ο σχετικός με πυρόλυση
⮡
πυρολυτικός
κλίβανος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυρολυτικός