πυροστιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυροστιά | οι | πυροστιές |
γενική | της | πυροστιάς | των | πυροστιών |
αιτιατική | την | πυροστιά | τις | πυροστιές |
κλητική | πυροστιά | πυροστιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πυροστιά < μεσαιωνική ελληνική πυροστία < πυρεστία < αρχαία ελληνική πῦρ + ἑστία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πυροστιά θηλυκό
- μεταλλικό τρίποδο που το έβαζαν πάνω στην φωτιά και επί του οποίου τοποθετούσαν κάποιο σκεύος (κατσαρόλα, τηγάνι κ.λπ.) για μαγείρεμα
- (κατ' επέκταση) τζάκι
- (αστρονομία) ο αστερισμός του Hνιόχου
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυροστιά