πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρίποδο τα τρίποδα
      γενική του τρίποδου των τρίποδων
    αιτιατική το τρίποδο τα τρίποδα
     κλητική τρίποδο τρίποδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίποδο < λείπει η ετυμολογία
Τρίποδο για τη στήριξη φωτογραφικής μηχανής.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρίποδο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία