Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
trépied
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
trépied
trépieds
Ουσιαστικό
επεξεργασία
trépied
(fr)
αρσενικό
ο
τρίποδας
έπιπλο
με τρία
πόδια
(
ειδικότερα
)
κάθισμα
με τρία πόδια όπου η
Πυθία
έδινε τους
χρησμούς
του
Απόλλωνα