ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυρεστί αἱ πυρεστίαι
      γενική τῆς πυρεστίᾱς τῶν πυρεστιῶν
      δοτική τῇ πυρεστί ταῖς πυρεστίαις
    αιτιατική τὴν πυρεστίᾱν τὰς πυρεστίᾱς
     κλητική ! πυρεστί πυρεστίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρεστί
γεν-δοτ τοῖν  πυρεστίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρεστία < αρχαία ελληνική πῦρ + ἑστία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυρεστία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία