↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῠραυνο-
ονομαστική πύραυνος οἱ πύραυνοι
      γενική τοῦ πυραύνου τῶν πυραύνων
      δοτική τῷ πυραύν τοῖς πυραύνοις
    αιτιατική τὸν πύραυνον τοὺς πυραύνους
     κλητική ! πύραυνε πύραυνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυραύνω
γεν-δοτ τοῖν  πυραύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πύραυνος, λέξη του 2ου αιώνα κε < πῦρ + -αυνος < αὔω (με τη σημασία "ανάβω φωτιά")
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πύραυνο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πύραυνος [ῠ] αρσενικό (στον ενικό, και ουδέτερο πύραυνον)

  Αναφορές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία