πύραυνος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | πύραυνος | πυραύνω | πύραυνοι |
Γενική | πυραύνου | πυραύνοιν | πυραύνων |
Δοτική | πυραύνῳ | πυραύνοιν | πυραύνοις |
Αιτιατική | πύραυνον | πυραύνω | πυραύνους |
Κλητική | πύραυνε | πυραύνω | πύραυνοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πύραυνος < πῦρ + -αυνος < αὔω (με τη σημασία "ανάβω φωτιά")
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πύραυνο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πύραυνος [ῠ] αρσενικό - (ελληνιστική κοινή) (του 2ου αιώνα Κ.Ε.)
- (στον ενικό, και ουδέτερο πύραυνον)
Επεξεργασία
- «πύραυνος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- λήμμα 'πύραυνος' @stephanus.tlg (αγγλικά, με αποσπάσματα κειμένων)