ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πύραυνον τὰ πύραυν
      γενική τοῦ πυραύνου τῶν πυραύνων
      δοτική τῷ πυραύν τοῖς πυραύνοις
    αιτιατική τὸ πύραυνον τὰ πύραυν
     κλητική ! πύραυνον πύραυν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυραύνω
γεν-δοτ τοῖν  πυραύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πύραυνον ουδέτερο