Ουσιαστικό

επεξεργασία

rage (en)

  1. η οργή
  2. η παροδική μόδα

rage (en)

  1. μαίνομαι, φρενιάζω



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rage rages

rage (fr) θηλυκό