rage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrage (en)
Ρήμα
επεξεργασίαrage (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rage | rages |
rage (fr) θηλυκό
rage (en)
rage (en)
ενικός | πληθυντικός |
rage | rages |
rage (fr) θηλυκό