Ετυμολογία

επεξεργασία
φρενιάζω < μεσαιωνικό ρήμα φρενιάζω < αρχαία ελληνική φρένες

φρενιάζω

  • Φρένιασε η πρώην όταν τον είδε με τη δεύτερη γυναίκα του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία