φρενιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρενιάζω < μεσαιωνικό ρήμα φρενιάζω < αρχαία ελληνική φρένες
Ρήμα
επεξεργασίαφρενιάζω
- γίνομαι έξαλλος, εκτός εαυτού, νιώθω φρενίτιδα, οργή
- Φρένιασε η πρώην όταν τον είδε με τη δεύτερη γυναίκα του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φρενιάζω | φρένιαζα | θα φρενιάζω | να φρενιάζω | φρενιάζοντας | |
β' ενικ. | φρενιάζεις | φρένιαζες | θα φρενιάζεις | να φρενιάζεις | φρένιαζε | |
γ' ενικ. | φρενιάζει | φρένιαζε | θα φρενιάζει | να φρενιάζει | ||
α' πληθ. | φρενιάζουμε | φρενιάζαμε | θα φρενιάζουμε | να φρενιάζουμε | ||
β' πληθ. | φρενιάζετε | φρενιάζατε | θα φρενιάζετε | να φρενιάζετε | φρενιάζετε | |
γ' πληθ. | φρενιάζουν(ε) | φρένιαζαν φρενιάζαν(ε) |
θα φρενιάζουν(ε) | να φρενιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φρένιασα | θα φρενιάσω | να φρενιάσω | φρενιάσει | ||
β' ενικ. | φρένιασες | θα φρενιάσεις | να φρενιάσεις | φρένιασε | ||
γ' ενικ. | φρένιασε | θα φρενιάσει | να φρενιάσει | |||
α' πληθ. | φρενιάσαμε | θα φρενιάσουμε | να φρενιάσουμε | |||
β' πληθ. | φρενιάσατε | θα φρενιάσετε | να φρενιάσετε | φρενιάστε | ||
γ' πληθ. | φρένιασαν φρενιάσαν(ε) |
θα φρενιάσουν(ε) | να φρενιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φρενιάσει | είχα φρενιάσει | θα έχω φρενιάσει | να έχω φρενιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις φρενιάσει | είχες φρενιάσει | θα έχεις φρενιάσει | να έχεις φρενιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει φρενιάσει | είχε φρενιάσει | θα έχει φρενιάσει | να έχει φρενιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φρενιάσει | είχαμε φρενιάσει | θα έχουμε φρενιάσει | να έχουμε φρενιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε φρενιάσει | είχατε φρενιάσει | θα έχετε φρενιάσει | να έχετε φρενιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φρενιάσει | είχαν φρενιάσει | θα έχουν φρενιάσει | να έχουν φρενιάσει |
|