Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροτεχνουργός οι πυροτεχνουργοί
      γενική του πυροτεχνουργού των πυροτεχνουργών
    αιτιατική τον πυροτεχνουργό τους πυροτεχνουργούς
     κλητική πυροτεχνουργέ πυροτεχνουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροτεχνουργός < (πυρο- + τεχνουργός) λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrotechnicien < pyrotechnie < πῦρ + τέχνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυροτεχνουργός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) τεχνίτης ειδικευμένος σε υλικά που χρησιμοποιούνται για τη γόμωση πυρομαχικών και πυροτεχνημάτων
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) τεχνίτης εξειδικευμένος στην εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία