πυροφάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πυροφάνι | τα | πυροφάνια |
γενική | του | πυροφανιού | των | πυροφανιών |
αιτιατική | το | πυροφάνι | τα | πυροφάνια |
κλητική | πυροφάνι | πυροφάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυροφάνι < μεσαιωνική ελληνική πυροφάνι < αρχαία ελληνική πῦρ + -ο- + φανός + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυροφάνι ουδέτερο
- ειδική πλατφόρμα πάνω σε αλιευτικό σκάφος, στην οποία τοποθετείται φανάρι, για να προσελκύονται τη νύχτα με το φως του τα ψάρια
- (ναυτικός όρος) το σκάφος (βάρκα, καΐκι, γρι γρι) που έχει εξοπλιστεί με τέτοιο σύστημα
- (ναυτικός όρος) (κατ’ επέκταση) ο σχετικός τρόπος ψαρέματος
- (μεταφορικά) (οικείο) (στρατιωτική αργκό) η τοποθέτηση για πλάκα, για «διασκέδαση», ανάμεσα στα δάκτυλα του ποδιού κάποιου κοιμισμένου (φαντάρου, φυλακισμένου κ.λπ.) αναμμένου χαρτιού
- → δείτε τη λέξη καψώνι