πυρολατρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρολατρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyrolatry + -ία < αρχαία ελληνική πῦρ + λατρεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρολατρία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- πυρολάτρης
- πυρολατρικός
- πυρολάτρισσα / πυρολάτρις
- → δείτε τις λέξεις πυρ και λατρεύω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Pyrolatry στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πυρολατρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυρολατρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πυρολατρία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)