πυρολατρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρολατρικός < πυρολατρία + -ικός[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyrolâtrique[2] < αρχαία ελληνική πυρ + λάτρης
Επίθετο επεξεργασία
πυρολατρικός
- (θρησκεία) που έχει σχέση με την πυρολατρία ή τον πυρολάτρη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ πυρολατρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πυρολατρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)