πυριγενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυριγενής | η | πυριγενής | το | πυριγενές |
γενική | του | πυριγενούς* | της | πυριγενούς | του | πυριγενούς |
αιτιατική | τον | πυριγενή | την | πυριγενή | το | πυριγενές |
κλητική | πυριγενή(ς) | πυριγενής | πυριγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυριγενείς | οι | πυριγενείς | τα | πυριγενή |
γενική | των | πυριγενών | των | πυριγενών | των | πυριγενών |
αιτιατική | τους | πυριγενείς | τις | πυριγενείς | τα | πυριγενή |
κλητική | πυριγενείς | πυριγενείς | πυριγενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυριγενής < αρχαία ελληνική πυριγενής
Επίθετο
επεξεργασίαπυριγενής, -ής, -ές
- που γεννήθηκε από τη φωτιά
- (γεωλογία) πέτρωμα που δημιουργήθηκε από διάπυρο υλικό (μάγμα) και το οποίο στερεοποιήθηκε
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ πυριγενής | τὸ πυριγενές | οἱ, αἱ πυριγενεῖς | τὰ πυριγενῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς πυριγενοῦς | τοῦ πυριγενοῦς | τῶν πυριγενῶν | τῶν πυριγενῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ πυριγενεῖ | τῷ πυριγενεῖ | τοῖς, ταῖς πυριγενέσι(ν) | τοῖς πυριγενέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν πυριγενῆ | τὸ πυριγενές | τοὺς, τὰς πυριγενεῖς | τὰ πυριγενῆ |
Κλητική | πυριγενές | πυριγενές | πυριγενεῖς | πυριγενῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | πυριγενεῖ | |||
Γενική-Δοτική | πυριγενοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυριγενής, -ής, -ές
- που γεννήθηκε από τη φωτιά
- ἀστεϊζόμενοι δέ τινες εἰκότως πυριγενῆ τὸν Διόνυσον λέγεσθαί φασιν, ἐκ τῶν τοιούτων χωρίων τεκμαιρόμενοι : αστεϊζόμενοι μερικοί λένε ότι κρίνοντας από περιοχές σαν αυτήν, όντως βάσιμα αποκαλούν πυριγενή τον Διόνυσο (Στραβ. Γεωγρ. Βιβλιο 13, 4.11)
- που σφυρηλατήθηκε στη φωτιά