↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυριγενής η πυριγενής το πυριγενές
      γενική του πυριγενούς* της πυριγενούς του πυριγενούς
    αιτιατική τον πυριγενή την πυριγενή το πυριγενές
     κλητική πυριγενή(ς) πυριγενής πυριγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυριγενείς οι πυριγενείς τα πυριγενή
      γενική των πυριγενών των πυριγενών των πυριγενών
    αιτιατική τους πυριγενείς τις πυριγενείς τα πυριγενή
     κλητική πυριγενείς πυριγενείς πυριγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυριγενής < αρχαία ελληνική πυριγενής

  Επίθετο

επεξεργασία

πυριγενής, -ής, -ές

  1. που γεννήθηκε από τη φωτιά
     συνώνυμα: πυρίγονος
  2. (γεωλογία) πέτρωμα που δημιουργήθηκε από διάπυρο υλικό (μάγμα) και το οποίο στερεοποιήθηκε
     συνώνυμα: εκρηξιγενής, μαγματογενής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ πυριγενής τὸ πυριγενές οἱ, αἱ πυριγενεῖς τὰ πυριγεν
Γενική τοῦ, τῆς πυριγενοῦς τοῦ πυριγενοῦς τῶν πυριγενῶν τῶν πυριγενῶν
Δοτική τῷ, τῇ πυριγενεῖ τῷ πυριγενεῖ τοῖς, ταῖς πυριγενέσι(ν) τοῖς πυριγενέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν πυριγεν τὸ πυριγενές τοὺς, τὰς πυριγενεῖς τὰ πυριγεν
Κλητική πυριγενές πυριγενές πυριγενεῖς πυριγεν
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική πυριγενεῖ
Γενική-Δοτική πυριγενοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυριγενής < πῦρ + γίγνομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

πυριγενής, -ής, -ές

  1. που γεννήθηκε από τη φωτιά
    ἀστεϊζόμενοι δέ τινες εἰκότως πυριγενῆ τὸν Διόνυσον λέγεσθαί φασιν, ἐκ τῶν τοιούτων χωρίων τεκμαιρόμενοι : αστεϊζόμενοι μερικοί λένε ότι κρίνοντας από περιοχές σαν αυτήν, όντως βάσιμα αποκαλούν πυριγενή τον Διόνυσο (Στραβ. Γεωγρ. Βιβλιο 13, 4.11)
  2. που σφυρηλατήθηκε στη φωτιά