Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύναμη πυρός < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fire power

  Έκφραση επεξεργασία

δύναμη πυρός

  1. (στρατιωτικός όρος) πολεμική ισχύς
  2. (μεταφορικά) ισχυρό όπλο, ατού

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία