πυρίκαυστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρίκαυστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυρίκαυστος. Μορφολογικά, αναλύεται σε (πυρ) πυρί- + καυσ- (καίω) + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /piˈɾi.kaf/ & /stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρί‐καυ‐στος
Επίθετο επεξεργασία
πυρίκαυστος, -η, -ο
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρίκαυστος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πυρίκαυστος, -ος, -ον [πῠρῐ]
- που είναι καμένος στη φωτιά, πυρακτωμένος
- → δείτε και τη λέξη πυρίκαυτος
Άλλες μορφές επεξεργασία
- πυρίκαυτος (μεταγενέστερο)
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πυρίκαυστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυρίκαυστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.