Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρίκαυστος η πυρίκαυστη το πυρίκαυστο
      γενική του πυρίκαυστου της πυρίκαυστης του πυρίκαυστου
    αιτιατική τον πυρίκαυστο την πυρίκαυστη το πυρίκαυστο
     κλητική πυρίκαυστε πυρίκαυστη πυρίκαυστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρίκαυστοι οι πυρίκαυστες τα πυρίκαυστα
      γενική των πυρίκαυστων των πυρίκαυστων των πυρίκαυστων
    αιτιατική τους πυρίκαυστους τις πυρίκαυστες τα πυρίκαυστα
     κλητική πυρίκαυστοι πυρίκαυστες πυρίκαυστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρίκαυστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυρίκαυστος. Μορφολογικά, αναλύεται σε (πυρ) πυρί- + καυσ- (καίω) + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈɾi.kaf/ & /stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρί‐καυ‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

πυρίκαυστος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρίκαυστος < (πῦρ) πυρί- + καυσ- (καίω) + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

πυρίκαυστος, -ος, -ον [πῠρῐ]

  1. που είναι καμένος στη φωτιά, πυρακτωμένος
  2. → δείτε και τη λέξη πυρίκαυτος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία