Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βραδύκαυστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βραδύκαυστ
ος
η
βραδύκαυστ
η
το
βραδύκαυστ
ο
γενική
του
βραδύκαυστ
ου
της
βραδύκαυστ
ης
του
βραδύκαυστ
ου
αιτιατική
τον
βραδύκαυστ
ο
τη
βραδύκαυστ
η
το
βραδύκαυστ
ο
κλητική
βραδύκαυστ
ε
βραδύκαυστ
η
βραδύκαυστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βραδύκαυστ
οι
οι
βραδύκαυστ
ες
τα
βραδύκαυστ
α
γενική
των
βραδύκαυστ
ων
των
βραδύκαυστ
ων
των
βραδύκαυστ
ων
αιτιατική
τους
βραδύκαυστ
ους
τις
βραδύκαυστ
ες
τα
βραδύκαυστ
α
κλητική
βραδύκαυστ
οι
βραδύκαυστ
ες
βραδύκαυστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βραδύκαυστος
<
βραδύς
+
καυσ
(<
καίω
,
καύση
) +
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
βραδύκαυστος
, -η, -ο
που
καίγεται
αργά
η βόμβα πυροδοτήθηκε με
βραδύκαυστο
φιτίλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βραδύκαυστος