κατάλυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάλυση | οι | καταλύσεις |
γενική | της | κατάλυσης* | των | καταλύσεων |
αιτιατική | την | κατάλυση | τις | καταλύσεις |
κλητική | κατάλυση | καταλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάλυση < αρχαία ελληνική κατάλυσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάλυση θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος καταλύω, η κατάργηση δια της βίας, η διάλυση
- η κατάλυση της δημοκρατίας
- (θρησκεία) στη χριστιανική ορολογία σημαίνει α) διακοπή β) ανάλωση
- η κατάλυση της νηστείας (η διακοπή της)
- η κατάλυση του οίνου της μετάληψης ο οποίος περίσσεψε, από τον ιερέα (τον πινει ο ιερέας)
- (χημεία) φαινόμενο κατά το οποίο μια ουσία (ο καταλύτης) επιταχύνει μια αντίδραση
- η στάθμευση για ξεκούραση συνήθως νυχτερινή
- η κατάλυση σε πανδοχείο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καταλύω
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κατάλυση στη Βικιπαίδεια