Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάλυση οι καταλύσεις
      γενική της κατάλυσης* των καταλύσεων
    αιτιατική την κατάλυση τις καταλύσεις
     κλητική κατάλυση καταλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάλυση < αρχαία ελληνική κατάλυσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάλυση θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος καταλύω, η κατάργηση δια της βίας, η διάλυση
    • η κατάλυση της δημοκρατίας
  2. (θρησκεία) στη χριστιανική ορολογία σημαίνει α) διακοπή β) ανάλωση
    • η κατάλυση της νηστείας (η διακοπή της)
    • η κατάλυση του οίνου της μετάληψης ο οποίος περίσσεψε, από τον ιερέα (τον πινει ο ιερέας)
  3. (χημεία) φαινόμενο κατά το οποίο μια ουσία (ο καταλύτης) επιταχύνει μια αντίδραση
  4. η στάθμευση για ξεκούραση συνήθως νυχτερινή
    η κατάλυση σε πανδοχείο

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία