παύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παύω στη σημασία απολύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαύομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος παύω
παύομαι
παύομαι