Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο < → δείτε τις λέξεις ἄνεμος, μέν, ἐπαύσατο και παύω

  Φράση επεξεργασία

ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο

  Πηγές επεξεργασία