παυσίλυπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παυσίλυπος | η | παυσίλυπος & παυσίλυπη |
το | παυσίλυπο |
γενική | του | παυσιλύπου & παυσίλυπου |
της | παυσιλύπου & παυσίλυπης |
του | παυσιλύπου & παυσίλυπου |
αιτιατική | τον | παυσίλυπο | την | παυσίλυπο & παυσίλυπη |
το | παυσίλυπο |
κλητική | παυσίλυπε | παυσίλυπε & παυσίλυπη |
παυσίλυπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παυσίλυποι | οι | παυσίλυποι & παυσίλυπες |
τα | παυσίλυπα |
γενική | των | παυσιλύπων & παυσίλυπων |
των | παυσιλύπων & παυσίλυπων |
των | παυσιλύπων & παυσίλυπων |
αιτιατική | τους | παυσιλύπους & παυσίλυπους |
τις | παυσιλύπους & παυσίλυπες |
τα | παυσίλυπα |
κλητική | παυσίλυποι | παυσίλυποι & παυσίλυπες |
παυσίλυπα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παυσίλυπος < αρχαία ελληνική παυσίλυπος < παύω + λύπη
Επίθετο
επεξεργασίαπαυσίλυπος, -ος/-η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παυσίλυπος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαυσίλυπος, -ος, -ον
- που τερματίζει τη λύπη
- τὴν παυσίλυπον ἄμπελον δοῦναι βροτοῖς. (Ευριπίδης, Βάκχαι, 772)
- παυσίλυπος οἶκος: ο τάφος