Ετυμολογία

επεξεργασία
παύω τὰ τείχη < → δείτε τις λέξεις παύω, τά, τείχη και τεῖχος

  Έκφραση

επεξεργασία

παύω τὰ τείχη (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης

επεξεργασία