παύω τά τείχη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπαύω τὰ τείχη (ελληνιστική κοινή)
- κατεδαφίζω, γκρεμίζω τείχη
- → χρειάζεται παράθεμα (Δίων Κάσσιος 69. 9)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012